- πολιεύς
- -έως, ὁ, Αγέροντας που έχει άσπρα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «γκρίζος» + κατάλ. -εύς πρβλ. χλωρ-εύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πολιεύς — guardian of the city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek
Πολιεῖς — Πολιεύς guardian of the city masc acc pl Πολιεύς guardian of the city masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιῆς — Πολιεύς guardian of the city masc nom pl Πολιεύς guardian of the city masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιεῖ — Πολιεύς guardian of the city masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιεῦ — Πολιεύς guardian of the city masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιᾶς — Πολιεύς guardian of the city masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιέως — Πολιέω̆ς , Πολιεύς guardian of the city masc gen sg Πολιεύς guardian of the city masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФАЛАРИС — • Phalăris, Φάλαρις, агригентский тиран (565 549 г. до Р. X.). Был родом с островов Астипалеи, около Родоса; изгнанный из своей родины, он переселился в Агригент и, как богатый человек, получил доступ к важнейшим должностям в… … Реальный словарь классических древностей
ЭРЕХТЕЙОН — • Έρέχθειον, название старинного, построенного Кекропом, храма Афины Πολιάς; этот храм стоял на Афинском акрополе и в нем хранилось резное изображение богини, упавшее с неба на том месте, где Афина спорила с Посейдоном из за обладания … Реальный словарь классических древностей